ἐπικουρία

ἐπικουρία
ἐπικουρία, ας, ἡ (ἐπικουρέω ‘serve as ally, aid’; Trag., Hdt. et al.; Diod S 1, 90, 2; Appian, Syr. 37 §192 θεῶν ἐ.; SIG 1015, 24 [III B.C.]; PFlor 382, 40; Wsd 13:18; Philo, Spec. Leg. 1, 298 τοῦ θεοῦ; Jos., Ant. 1, 281 ἡ ἐμὴ [=θεοῦ] ἐ.; 20, 56.) help ἐπικουρίας τυχὼν τῆς ἀπὸ θεοῦ I have had help fr. God Ac 26:22 (Jos., Ant. 2, 94 ἐπικουρίας τυγχάνειν); in Il 5, 514 the verb ἐπικουρέω refers to service as an ally (cp. Isocr. 4, 168), and it is prob. that our passage refers to God as coming to the rescue with auxiliary aid (for other reff. s. L-S-J-M s.v. ἐπικουρέω and cognates).—B. 1354, the verb. New Docs 3, 67f. DELG s.v. ἐπίκουρος. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπικουρία — ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc/acc dual ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρίᾳ — ἐπικουρίαι , ἐπικουρία aid fem nom/voc pl ἐπικουρίᾱͅ , ἐπικουρία aid fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικουρία — η (AM ἐπικουρία) [επίκουρος] 1. βοήθεια, συνδρομή, ενίσχυση («ἐπικουρίας δεῑσθαι», Θουκ.) 2. εφεδρεία στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία εὔτρεπτος», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θέση τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική Πολιτεία 2.… …   Dictionary of Greek

  • επικουρία — η 1. ενίσχυση, αρωγή, βοήθεια. 2. εφεδρική δύναμη που στέλνεται για ενίσχυση τμημάτων που πολεμούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πικουρία — ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc/acc dual ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπικουρίας — ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem acc pl ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρίας — ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem acc pl ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρίαι — ἐπικουρία aid fem nom/voc pl ἐπικουρίᾱͅ , ἐπικουρία aid fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρίαν — ἐπικουρίᾱν , ἐπικουρία aid fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουριῶν — ἐπικουρία aid fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρίαις — ἐπικουρία aid fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”